1 μικροπρεπης
(ἥ περὴ λέξιν ἅμιλλα Plut.)
(καὴ ἄλλα μικροπρεπῆ καὴ ἥκιστα ἐλευθέροις πρέποντα Luc.)
Древнегреческо-русский словарь > μικροπρεπης